Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαρδιακός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γκαρδιακός, επίθ.,
βλ. εγκαρδιακός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαρδιακός -ή -ό [garδjakós] Ε1 : συνήθ. ~ φίλος, πολύ στενός και αγαπημένος, επιστήθιος. || (λογοτ.) εγκάρδιος: Γκαρδιακές ευχές. γκαρδιακά ΕΠIΡΡ: Σε χαιρετίζω ~.

[μσν. (ε)γκαρδιακός (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. ἐγκάρδι(ος) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες