Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζόν το [gazón] Ο (άκλ.) : χαμηλή χλόη που καλλιεργείται σε κήπους και πάρκα: Kουρεύω το ~. Mην πατάτε το ~.
[λόγ. < γαλλ. gazon]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζοντενεκές ο [gazodenekés] & γκαζοτενεκές ο [gazotenekés] Ο13 : είδος ορθογώνιου δοχείου από λαμαρίνα με ορισμένη χωρητικότητα· τενεκές: Ένας ~ χωράει περίπου δεκαεφτά κιλά λάδι.
[γκάζ(ι) -ο- + ντενεκές, τενεκές]