Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζιέρα η [gazjéra] Ο25α : κινητή συσκευή μαγειρέματος που λειτουργεί συνήθ. με πετρέλαιο και που ήταν σε κοινότατη χρήση παλαιότερα.
[γκάζ(ι) -ιέρα]