Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζιά 1 η [gazjá] Ο24 : (προφ.) απότομο πάτημα του γκαζιού του αυτοκινήτου, της μηχανής κτλ.: Kαβάλησε τη μηχανή και με μια ~ έγινε άφαντος.
[γκάζ(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζιά 2 η : (παρωχ.) μπίλια που χρησιμοποιείται σε παιδικά παιχνίδια.
[*γκαζοζιά < γκαζόζ(α) -ιά `βούλωμα σε μποτίλια γκαζόζας΄ (απλολ.)(;)]