Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαγκ το [gáŋg] Ο (άκλ.) : οπτικό κωμικό εύρημα του κινηματογράφου.
[λόγ. < αγγλ. gag]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκάγκαρος ο [gágaros] Ο20 : (παρωχ.) χαρακτηρισμός που δινόταν στους γηγενείς Aθηναίους.
[γκάγκαρο -ς < ιταλ. ganghero `στρόφιγγα΄ (σκωπτικά, επειδή υποτίθεται ότι μαντάλωναν την πόρτα τους) και προχωρ. αφομ. [a-e > a-a] (;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκάγκστερ ο [gáŋgster] Ο (άκλ.) : μέλος συμμορίας κακοποιών.
[αγγλ. gangster]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαγκστερικός -ή -ό [gaŋgsterikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που προσιδιάζει σε γκάγκστερ. || Tου πήρε τα λεφτά με γκαγκστερικό τρόπο, με παράνομο και απροκάλυπτα εκβιαστικό.
γκαγκστερικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. γκάγκστερ -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαγκστερισμός ο [gaŋgsterizmós] Ο17 : ο τρόπος δράσης του γκάγκστερ: Σημειώθηκαν τελευταία πολλά κρούσματα γκαγκστερισμού. || παράνομος και εκβιαστικός τρόπος ενέργειας.
[λόγ. < αγγλ. gangsterism < gangster = γκάγκστερ -ism = -ισμός]