Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκέμι το [gémi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : το χαλινάρι: Άφησε τα γκέμια αμολητά. Σφίγγω τα γκέμια, και ως ΦΡ περιορίζω τις ελευθερίες κάποιου.
[τουρκ. gem -ι]