Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκάρισμα το [gárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γκαρίζω.
[μσν. γκάρισμα < γκαρισ- (γκαρίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γκάρισμα το.
-
- Γκάρισμα:
- (Μπερτολδίνος 108).
[<αόρ. γκαρίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]
- Γκάρισμα: