Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκάγκστερ ο [gáŋgster] Ο (άκλ.) : μέλος συμμορίας κακοποιών.
[αγγλ. gangster]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαγκστερικός -ή -ό [gaŋgsterikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που προσιδιάζει σε γκάγκστερ. || Tου πήρε τα λεφτά με γκαγκστερικό τρόπο, με παράνομο και απροκάλυπτα εκβιαστικό.
γκαγκστερικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. γκάγκστερ -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαγκστερισμός ο [gaŋgsterizmós] Ο17 : ο τρόπος δράσης του γκάγκστερ: Σημειώθηκαν τελευταία πολλά κρούσματα γκαγκστερισμού. || παράνομος και εκβιαστικός τρόπος ενέργειας.
[λόγ. < αγγλ. gangsterism < gangster = γκάγκστερ -ism = -ισμός]