Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιούχα [júxa] : ως επιφ. αποδοκιμασίας. ANT ζήτω. || (ως ουσ.) το γιούχα: Δεν πρόλαβε να μιλήσει και άρχισαν τα ~.
[τουρκ. yuha]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιουχαΐζω [juxaízo] -ομαι Ρ2.1 : αποδοκιμάζω με γιουχαΐσματα· γιουχάρω: Ο διαιτητής γιουχαΐστηκε άγρια. Ο κόσμος γιουχάισε τον υποψήφιο βουλευτή.
[λόγ. γιούχα -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιουχάισμα το [juxáizma] Ο49 : έντονη αποδοκιμασία με κραυγές, που γίνεται σε δημόσιο χώρο και συνήθ. ομαδικά: Mόλις παρουσιάστηκε άρχισαν τα γιουχαΐσματα.
[λόγ. γιουχαϊσ- (γιουχαΐζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιουχάρω [juxáro] -ομαι Ρ6 : αποδοκιμάζω με γιουχαΐσματα· γιουχαΐζω.
[γιούχ(α) -άρω]