Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιούσουρι το [júsuri] Ο (άκλ.) : είδος μαύρου κοραλλιού.
[τουρκ. yüsrü (από τα αραβ;) με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υγρού [r] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]