Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιούρια [júrja] επιφ. : (λαϊκότρ.) προτρεπτικό για έφοδο ή ενθαρρυντικό για κάποια ομαδική προσπάθεια· εμπρός.
[τουρκ. yürü `προχώρα΄ (στρατιωτική διαταγή, ρ. yürü, πρβ. γιουρούσι) -α (κατά την προστ. τρέχα) και ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.]