Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γιούλης ο.
-
- Γιος (θωπευτ.):
- (Άσμα Μάλτ. 7).
[<ουσ. γιος + κατάλ. ‑ούλης. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Γιος (θωπευτ.):
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. γιος + κατάλ. ‑ούλης. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |