Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιούκος ο [júkos] Ο18 : (λαϊκότρ.) στοίβα από κλινοσκεπάσματα, παπλώματα, κιλίμια κτλ.
[τουρκ. yük -ι > το γιούκι, ουδ. εν. που θεωρήθηκε αρσ. πληθ. οι γιούκοι > ο γιούκος]