Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιουχαΐζω [juxaízo] -ομαι Ρ2.1 : αποδοκιμάζω με γιουχαΐσματα· γιουχάρω: Ο διαιτητής γιουχαΐστηκε άγρια. Ο κόσμος γιουχάισε τον υποψήφιο βουλευτή.
[λόγ. γιούχα -ίζω]