Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιουρούσι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιουρούσι το [jurúsi] Ο44 : (λαϊκότρ.) επίθεση, έφοδος: Έκαναν τέσσερα γιουρούσια για να πάρουνε το κάστρο.

[τουρκ. yürüyüş `επίθεση΄ και απλολ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες