Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιουρούσι το [jurúsi] Ο44 : (λαϊκότρ.) επίθεση, έφοδος: Έκαναν τέσσερα γιουρούσια για να πάρουνε το κάστρο.
[τουρκ. yürüyüş `επίθεση΄ -ι και απλολ.]