Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιοτ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιοτ το [jót] Ο (άκλ.) : σκάφος αναψυχής με πανιά ή με μηχανή· (πρβ. κότερο, θαλαμηγός).

[λόγ. < αγγλ. yacht από τα ολλανδ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες