Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιος ο [jós] Ο17 : το αρσενικό παιδί σε σχέση με τους γονείς του: Έχει τέσσερις γιους και μία κόρη. Ο ~ του σπούδασε γιατρός. Πρωτότοκος ~. ΠAΡ ΦΡ κατά μάνα* και πατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα. (έκφρ.) από πατέρα σε γιο, από γενιά σε γενιά.
[μσν. γιος < υγιός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. υἱός (ελνστ. προφ. [yós] ) με ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιος ο· υγιός.
-
- Γιος:
- είχεν κι αυτός έναν υγιό πολλά κανακεμένο (Ερωτόκρ. Α´ 77).
[<αρχ. ουσ. υιός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γιος). Η λ. και σήμ.]
- Γιος: