Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιορτινός -ή -ό [jortinós] Ε1 : που ανήκει σε γιορτή ή που έχει σχέση με γιορτή. ANT καθημερινός: Γιορτινές μέρες. Γιορτινό τραπέζι. || (ως ουσ.) τα γιορτινά, τα ρούχα που φορούμε τις γιορτές.
[γιορτ(ή) -ινός]