Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιορταστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιορταστικός -ή -ό [jortastikós] Ε1 : (προφ.) εορταστικός.

[μσν. γιορταστικός < αρχ. ἑορταστικός ( [eo > jo] δες στο γιορτή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες