Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιορντάνι το [jordáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) περιδέραιο, κολιέ από χρυσά ή ασημένια φλουριά.
[τουρκ. gerdan `λαιμός΄ (πρβ. λόγ. τουρκ. gerdenbend `περιδέραιο΄) -ι ( [e > o] ίσως από επίδρ. του [r], [g > j] ;)]