Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γιον, επίρρ.· ογιόν, (Λίβ. Esc. 471 (έκδ. ογοιόν)·)> σγιαν· ως γιον.
-
- 1)
- α) Όπως, ως, καθώς:
- Μαύρα είν’ τα μάτια σου γιον την ελιάν (Ch. pop. 466)·
- κόκκινη γιον το ρόδον (Ερωτοπ. 238 (έκδ. οιόν)· Ασσίζ. 667)·
- δεν του έπεψεν … μεγάλους αφέντες ως γιον ήτον μαθημένος (Μαχ. 16420)·
- β) όπως δηλαδή, παραδείγματος χάριν:
- πράγματα τά να ένι παραπτώματα, ως γιον φόνον (Ασσίζ. 3513· 558)·
- γ) ευθύς ως, μόλις, όταν:
- παρευτύς ως γιον το μάθει η αυλή (Ασσίζ. 1527)·
- Να πάμεν αργά εις το σπίτιν του και ως γιον κοιμάται να τον σκοτώσομεν (Μαχ. 26227)·
- δ) (όταν εισάγει δεύτερο όρο σύγκρισης) από …:
- καλλιότερον καιρόν … γιον τούτον που ’μαι τώρα μεν ολπίζεις (Κυπρ. ερωτ. 524).
- α) Όπως, ως, καθώς:
- 2) Επειδή, αφού:
- (Κυπρ. ερωτ. 1210).
[<αρχ. επίρρ. οίον (βλ. και ά. οίος). Χφφ δίνουν τη γρ. γίον. Σε νεότ. εκδ. απ. γρ. (ως) γοίον, (ως) γοιον, ωσγίον, ωσγιόν. Ο τ. σγιαν από συμφ. με το αν, πβ. ωσάν· κατά Μενάρδο <ως εάν και κατά Χατζηιωάννου <ως γ’ εάν (Χατζ., Λεξ., λ. σγιαν). Ο τ. ως γιον στο Meursius (ωσγιόν). Η λ. και οι τ. και σήμ. κυπρ. (Andr., λ. οίον, ΙΛ, λ. γοίον, Χατζ., ό.π., λ. γοιον, σγιαν, σγοιον)]
- 1)