Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιοματάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιοματάρι το [jomatári] Ο44 : το καινούριο κρασί από βαρέλι που μόλις ανοίχτηκε και με επέκταση το ίδιο το βαρέλι: Bάλε μας από το ~. Άνοιξε καινούριο ~.

[μσν. γιοματάριν < υποκορ. ουδ. επιθ. γιομάτ(ο) -άρι(ον), ίσως από τη σημ.: `γεμάτο βαρέλι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
γιοματάρι το.
  • Βαρέλι γεμάτο κρασί:
    • (Κρασοπ. V 73).

[<ουδ. του επιθ. γιομάτος + κατάλ. άρι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες