Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιοκ [jók] (άκλ.) : (λαϊκ.) άρνηση πιο έντονη και αμετάκλητη από το όχι, συνήθ. με τόνο αστεϊσμού.
[τουρκ. yok]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιόκας ο [jókas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : συναισθηματικά φορτισμένος τύπος για τη λέξη γιος· ο κανακάρης: Nα χαρώ εγώ το γιόκα μου! Έλα να περιμαζέψεις το γιόκα σου από τους δρόμους.
[μσν. γιόκας < γι(ος) -όκας (σπάνιο υποκορ. επίθημα < (;), σύγκρ. χαϊδευτικό Θανασόκας υποκορ. του Θανάσης)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιόκας ο· υιόκας.
-
- Γιος (θωπευτ.):
- (Αρμούρ. 120).
[<ουσ. γιος + κατάλ. ‑κας (<θηλ. ‑κα, Georgacas 1982: 142· πβ. Οικονομίδης 1958: 370 και ΙΛ, στη λ.). Κατά Georgacas 1982: 265 σημ. 2 <υγιόκας <*υγιόκαλος <υγιός καλός. Η λ. και σήμ.]
- Γιος (θωπευτ.):