Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γινίσκομαι.
-
- Γίνομαι, συμβαίνω:
- είπαν μου πως γινίσκεται η αγάπη (Μαχ. 1666· Κυπρ. ερωτ. 9352).
[<γίνομαι + κατάλ. ‑ίσκω (‑ίσκομαι). Η λ. στο Meursius και σήμ. κυπρ.]
- Γίνομαι, συμβαίνω: