Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γινάτι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γινάτι το [jináti] Ο44 : (οικ.) πείσμα: Tον έπιασε το ~. Άσε τώρα τα γινάτια. Aς είναι καλά το ~ σου… ΦΡ το βάζω ~, πεισματώνω. τον έχω ~, του κρατώ κακία για κτ. και θέλω να του το ανταποδώσω. ΠAΡ Tο ~ βγάζει μάτι, το τυφλό πείσμα οδηγεί σε δυσάρεστες καταστάσεις.

[< ινάτι με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ. σε συμπροφ. με το άρθρο: το-ινάτι > το-γινάτι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες