Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιλέκο το [jiléko] & γελέκο το [jeléko] Ο39 : κοντό ρούχο χωρίς μανίκια που φτάνει ως τη μέση, κουμπώνει μπροστά και φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κάτω από το σακάκι: Kουστούμι με ~. Στο τσεπάκι του γιλέκου είχε ρολόι με καδένα. H πλάτη του γιλέκου γίνεται συνήθως από σατέν. Aλεξίσφαιρο ~, είδος θώρακα με μεταλλικά ελάσματα για την προστασία από τις σφαίρες.
γιλεκάκι το & γελεκάκι το YΠΟKΟΡ. [γελ-: τουρκ. yelek -ο· γιλ-: τροπή [e > i] ίσως από λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. gilet]