Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιδοβοσκός ο [jiδovoskós] Ο17 : βοσκός που βόσκει γίδια.
[μσν. γιδοβοσκός < γιδο- + βοσκός]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιδοβοσκός ο· γιδιβοσκός.
-
- Βοσκός κατσικιών, γιδάρης:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1319]).
[<ουσ. γίδα + βοσκός. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Βοσκός κατσικιών, γιδάρης: