Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιγαντισμός ο [jiγandizmós] Ο17 : 1. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία ολόκληρο το σώμα ή ορισμένα τμήματά του αυξάνονται υπερβολικά, πάνω από το φυσιολογικό όριο. ANT νανισμός. 2. (μτφ.) υπερφυσική, τερατώδης ανάπτυξη: Πολλές σύγχρονες μεγαλουπόλεις χαρακτηρίζονται από αναρχία, μονοτονία και γιγαντισμό.
[λόγ. < γαλλ. gigantisme < gigant- = γιγαντ- (γίγας) -isme = -ισμός]