Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γιατό, επίρρ.,
- βλ. διατό.
[Λεξικό Κριαρά]
- γιατούτον, επίρρ.· διατούτο· διατούτον· διατούτου· διετούτο.
-
- Γι’ αυτό το λόγο:
- (Μαχ. 51223), (Πτωχολ. α 17).
[<συνεκφ. για τούτον. Ο τ. διατούτο στο Somav. (διά τ.). Η λ. στο Βλάχ.]
- Γι’ αυτό το λόγο: