Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιατροσόφι το [jatrosófi] Ο44 : θεραπευτική μέθοδος με καθαρά εμπειρικό χαρακτήρα. || (μειωτ.) για μέθοδο ή μέσα που θεωρούμε ότι είναι εντελώς αναποτελεσματικά: Mε γιατροσόφια προσπαθούν να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση.
[μσν. ιατροσόφι ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός) < ιατρ(ός) -ο- + σοφί(α) -ον (πρβ. ελνστ. ἰατροσοφιστής `καθηγητής ιατρικής΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιατροσόφι το· γιατροσόφιν· ιατροσόφι.
-
- Βιβλίο ιατρικής που περιέχει συλλογή συνταγών:
- (Ιατροσ. κώδ. ωιθ´).
[<ουσ. ιατροσόφιον (Steph.) <ιατροσοφία (8.-9. αι., Lampe). Η λ. και σήμ.]
- Βιβλίο ιατρικής που περιέχει συλλογή συνταγών: