Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιατρικό το [jatrikó] Ο38 : 1. (λαϊκότρ.) φάρμακο: Δεν υπάρχει ~ γι΄ αυτή την αρρώστια. 2. (μτφ.) ό,τι καταπραΰνει, ανακουφίζει ή βελτιώνει μια δυσάρεστη ή νοσηρή κατάσταση: Δεν υπάρχει ~ για την τσιγκουνιά του.
[μσν. γιατρικόν < ιατρικόν (στη νέα σημ.) ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἰατρικός `που ανήκει σε γιατρό΄ ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιατρικό(ν) το· ιατρικόν.
-
- Φάρμακο, θεραπευτικό μέσο:
- το γιατρικό που του ’δωκεν ο φίλος δεν τον γιαίνει (Ερωτόκρ. Α´ 844)·
- Ιατρικόν ωφέλιμον εις παροξυσμόν (Ιατροσ. 24194)·
- (προκ. για βοτάνι):
- ο μεν υπάγει εις τον αγρόν ιατρικά γυρεύων (Προδρ. IV 570).
[παλαιότ. ουσ. ιατρικόν (7. αι., Θαβώρης 1969: 62· μτγν. με διαφορ. σημασ.), ουδ. του επιθ. ιατρικός ως ουσ. Η λ. στο Βλάχ. (‑όν) και σήμ. (‑ό)]
- Φάρμακο, θεραπευτικό μέσο:
[Λεξικό Κριαρά]
- γιατρικός, επίθ.· ιατρικός.
-
- Που έχει θεραπευτικές ιδιότητες, που γιατρεύει:
- βοτάνι ιατρικόν (Ευγέν. 822).
- Πιθ. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = οι γιατροί:
- (Ιερακοσ. 48818).
[αρχ. επίθ. ιατρικός, και σήμ. Η λ. στο Βλάχ.]
- Που έχει θεραπευτικές ιδιότητες, που γιατρεύει: