Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιατρεύω [jatrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. θεραπεύω, κάνω καλά κπ. ή κτ.: Mε διάφορα βότανα προσπάθησε να μου γιατρέψει την πληγή. Aκόμα δε γιατρεύτηκε το πόδι σου. Kανένας γιατρός δεν μπόρεσε να με γιατρέψει. 2. (μτφ.) καταπραΰνω, ανακουφίζω: Ο χρόνος θα γιατρέψει τον πόνο σου. Δεν μπορεί να γιατρευτεί από το πάθος του.
[μσν. γιατρεύω < αρχ. ἰατρεύω ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιατρεύω· γιατρεύγω· διατρεύω· ιατρεύγω· ιατρεύω.
-
- I. Ενεργ.
- α) θεραπεύω κάπ. από αρρώστια ή τραύμα:
- (Κορων., Μπούας 63)·
- β) (μεταφ.) καταπαύω ψυχικό πάθος ή πόνο:
- τα σωθικά μου εγιάτρευγε κι όλον εδρόσιζέ με (Ερωφ. Β´ 324).
- α) θεραπεύω κάπ. από αρρώστια ή τραύμα:
- II. (Μέσ.) θεραπεύομαι (από αρρώστια):
- την τυφλότην τως … ποτέ δεν την ιατρεύουνται (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 464).
[αρχ. ιατρεύω. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- I. Ενεργ.