Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιατρειά η [jatriá] Ο24 : το αποτέλεσμα του γιατρεύω: H αρρώστια της δεν παίρνει / δεν έχει ~, και ως έκφραση για κτ. το οποίο δεν μπορούμε να το βελτιώσουμε. (έκφρ.) βλέπω ~, θεραπεύομαι. || (μτφ.): Δε βρίσκει ~ στον πόνο του, ανακούφιση.
[μσν. γιατρειά < αρχ. ἰατρεία `ιατρική παρακολούθηση΄ με διπλή συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. γιατρός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιατρειά η· γιατρεία· ιατρεία· ιατρειά.
-
- α) Θεραπεία, γιατρειά:
- (Ασσίζ. 43014)·
- β) (μεταφ.) ανακούφιση από ψυχικό πάθος ή πόνο, ψυχική απολύτρωση:
- Ποιαν ανιμένω πλια γιατρειά ’ς τσι πόνους μου να δώσει (Πανώρ. Β´ 375)·
- η γιατρειά της εντροπής είναι η εγδίκια μόνο (Ερωφ. Ε´ 262)·
- φρ. δεν έχει γιατρειά = δεν επιδέχεται διευθέτηση:
- (Ερωτόκρ. Ε´ 1199)·
- γ) ιατρικό παρασκεύασμα, φάρμακο:
- ήτον γεμάτη (ενν. η βάρκα) … γιατρείες των μαχήτων (Αχέλ. 1817).
[αρχ. ουσ. ιατρεία. Τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (‑ιά, λ. γιατρεύειν) και σήμ.]
- α) Θεραπεία, γιατρειά: