Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιατάκι το [jatáki] Ο44α : (λαϊκότρ.) το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται κάποιος. || (συναισθ.) το κατάλυμα: Kατά τις έντεκα τραβήξαμε για το ~ μας.
[τουρκ. yatak -ι]