Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιαλαντζί [jalandzí] Ε (άκλ.) : 1. για ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και ρύζι. 2. (οικ., ειρ.) για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν είναι αυθεντικό, γνήσιο.
[τουρκ. yalancι (dolma) `“ψεύτικος” ντολμάς΄]