Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιακάς ο [jakás] Ο1 : τμήμα ανδρικού ή γυναικείου ρούχου που περιβάλλει το λαιμό: Ο ~ του πουκαμίσου / του σακακιού / της μπλούζας. Δαντελένιος / γούνινος ~. Είχε σηκωμένο το γιακά του παλτού του. Aρπά ζω / πιάνω κπ. από το γιακά, με απειλητική διάθεση. ΦΡ τινάζω* / τραβώ το γιακά μου.
γιακαδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. yaka -ς]