Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιαγέρνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γιαγέρνω· διαγείρω· διαγέρνω· διεγέρνω.
  • Α´ Μτβ.
    • 1)
      • α) Γυρίζω πίσω κάπ. ή κ., επιστρέφω κ.:
        • εσέναν να σκοτώσουσιν και εμέναν να διαγείρουν (Διγ. Esc. 872
        • ό,τι μου πήρε ο θάνατος πλιο δε μου το γιαγέρνει (Ερωτόκρ. Δ´ 2016
      • β) τοποθετώ κ. στην προηγούμενή του θέση:
        • Ω Αβραάμ, τη μάχαιρα γιάγειρε στο φηκάρι (Θυσ. 941).
    • 2) Ανασηκώνω:
      • εψηλάφησε τα κομμένα κεφάλια και τα κορμιά εδιέγερνεν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 830).
    • 3) Εγείρω, προκαλώ:
      • να διαγέρνουν πόλεμο (Διγ. O 2907).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Γυρνώ πίσω, επιστρέφω:
        • και αν με θάψου ζωντανό, πώς αποκεί γιαγέρνω; (Ζήν. Β´ 272
        • τέσσερα ζάλα πάγω ομπρός κι οκτώ γιαγέρνω οπίσω (Ερωτόκρ. Α´ 1674
      • β) κατευθύνομαι:
        • σύρνεται οπίσω, πηαίνει ομπρός, ζερβά δεξά γιαγέρνει (Ερωτόκρ. Β´ 1073
      • γ) διαβαίνω, περνώ:
        • στον ποταμό εγύρευεν τόπο για να διαγείρει (Διγ. O 2806
      • δ) αλλάζω γνώμη:
        • έλεγα να ’ναι λύκοι και πάλιν εδιέγερνα κι έλεγα κι έν’ κοράκοι (Σαχλ. B´ PM 329).
    • 2) Πέφτω·
      • (σε παροιμ.):
        • που λάκκον σκάφτει αλλουνού αυτός θέλει διαγείρει (Σταυριν. 1198).

[<αρχ. διεγείρω. Η λ. (Βλάχ.) και ο τ. διαγέρνω (Meursius, ειν) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. διεγείρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες