Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γιάση η· ίαση.
-
- Γιατρειά, θεραπεία:
- (Μαχ. 3233).
[<αρχ. ουσ. ίασις. Ο τ. και σήμ. λόγ. Η λ. και σήμ. κυπρ. (ΙΛ)]
- Γιατρειά, θεραπεία:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αρχ. ουσ. ίασις. Ο τ. και σήμ. λόγ. Η λ. και σήμ. κυπρ. (ΙΛ)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |