Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιάπης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιάπης ο [jápis] Ο11 θηλ. γιάπισσα [jápisa] Ο27α : νέος στην ηλικία επαγγελματίας, συνήθ. στέλεχος επιχείρησης, που στοχεύει στην επαγγελματική άνοδο και στο γρήγορο πλουτισμό και που έχει την τάση να επιδεικνύει την κοινωνική του θέση με το ντύσιμό του, τη συμπεριφορά του κτλ.

[αγγλ. yuppie -ς· γιάπ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες