Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γητεύω [jitévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) κάνω γητειές· προκαλώ ή αποτρέπω ένα κακό με μαγικά μέσα. || γοητεύω, μαγεύω: Mε γήτεψαν τα μάτια της. Tα φίδια ανασηκώθηκαν σαν γητεμένα από την αρμονία.
[μσν. γητεύω < αρχ. γοητεύω `μαγεύω΄, ίσως με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ.: γογητεύω και νέα διαίρεση σε (ε)γώ γητεύω ή απλολ. [γoji > ji] (σύγκρ. διδάσκαλος > δάσκαλος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γητεύω.
-
- Θεραπεύω με μαγικά μέσα:
- γητεύουσιν ασθένειαν με λινάρι ή με καννάβι (Νομοκ. 3885).
[<γοητεύω (βλ. ά.). Η λ. πιθ. το 15. αι. (LBG) και σήμ.]
- Θεραπεύω με μαγικά μέσα: