Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γητεύτρα η.
-
- Μάγισσα:
- να παγαίνει εις τας γητεύτρας και εις μάντες (Μετάφρ. «Xαρακτ.» Θεοφρ. 129).
[<ουσ. γητευτής + κατάλ. ‑τρα· πβ. μτγν. γοητεύτρια (DGE, LBG). Η λ. στο Somav. (λ. ‑τρια) και σήμ.]
- Μάγισσα: