Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γης η [jís] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) γη. (έκφρ.) όπου ~ και πατρίς, για κπ. που πιστεύει ότι οι συνθήκες της ζωής καθορίζουν την έννοια της πατρίδας και όχι ο γεωγραφικός χώρος. όπου ~, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου: Οι Έλληνες όπου ~ ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της πατρίδας. ΦΡ ~ Mαδιάμ, για μεγάλη καταστροφή, ακαταστασία.
[μσν. γης < αρχ. γῆ από φρ. με εμπρόθετη γεν. ἐπί γῆς [epi jís] , κατά γῆς]
[Λεξικό Κριαρά]
- γης η,
- βλ. γη.