Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γηροκομώ [jirokomó] -ούμαι Ρ10.9 : φροντίζω, περιποιούμαι ένα γέρο, του εξασφαλίζω ό,τι χρειάζεται για τα γηρατειά του: Δεν έχει κανένα να τον γηροκομήσει.
[λόγ. < ελνστ. γηροκομῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- γηροκομώ.
-
- Φροντίζω για τη συντήρηση και την περίθαλψη γερόντων:
- γηροκομήσαι βούλομαι μητέρα μας την γραίαν (Αρσ., Κόπ. διατρ. [317]).
[μτγν. γηροκομέω. Η λ. και σήμ.]
- Φροντίζω για τη συντήρηση και την περίθαλψη γερόντων: