Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γηροκομείο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γηροκομείο το [jirokomío] Ο39 : α. κοινωφελές ίδρυμα για την περίθαλψη και τη φροντίδα γερόντων· (πρβ. οίκος ευγηρίας): Ο φόβος του είναι μήπως τα παιδιά του τον κλείσουν στο ~. β. (μτφ., ειρ.) για σπίτι όπου ζουν ηλικιωμένοι: Tο σπίτι τους κατάντησε σωστό ~.

[λόγ. < ελνστ. γηροκομεῖον]

[Λεξικό Κριαρά]
γηροκομείον το· γηροκομειό(ν).
  • Οίκημα όπου ζουν και περιθάλπονται ηλικιωμένοι:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1165).

[μτγν. ουσ. γηροκομείον (DGE). Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες