Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γηράσκω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γηράσκω [jirásko] Ρ : (λόγ.) μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ αεί διδασκόμενος, όσο μεγαλώνω μαθαίνω.

[λόγ. < αρχ. γηράσκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες