Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γηπεδούχος -ος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γηπεδούχος -ος / -α -ο [jipeδúxos] Ε14 : για αθλητική ομάδα που αγωνίζεται στο δικό της γήπεδο. || (ως ουσ.): Οι γηπεδούχοι αγωνίστηκαν ηρωικά. Οι οπαδοί του γηπεδούχου δημιούργησαν επεισόδια.

[λόγ. γήπεδ(ον) + -ούχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go