Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γηγενής -ής -ές [jijenís] Ε10 : που γεννήθηκε στον τόπο στον οποίο κατοικεί· (πρβ. αυτόχθονας, ιθαγενής, ντόπιος): Γηγενείς πληθυσμοί. || (ως ουσ.): Οι γηγενείς και οι πρόσφυγες.
[λόγ. < αρχ. γηγενής]