Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεώμορο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεώμορο το [jeómoro] Ο40 : το ποσοστό της συγκομιδής που καταβάλλει ο ενοικιαστής καλλιεργητής ως μίσθωμα στον ιδιοκτήτη του αγρού· μορτή.

[λόγ. < μσν. γεώμορον (στη σημερ. σημ.) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. γεωμόρος `που οργώνει τη γη΄ (μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.), αρχ. ουσ. γεωμόρος `αυτός που έχει μερίδιο γης΄]

[Λεξικό Κριαρά]
γεώμορον το· γήμορον.
  • Μερίδιο γης:
    • αναβολή των καρπών, ήγουν γήμορον (Βακτ. αρχιερ. 291).

[<αρχ. ουσ. γεωμόρος. Πβ. L‑S, λ. γημόριον και Ησύχ., λ. γεωμόριον. Ο τ. στο LBG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες