Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεώδης -ης -ες [jeóδis] Ε11 : που έχει τη σύσταση, το χρώμα ή την υφή του χώματος: Γεώδη πετρώματα. H ~ σύσταση του εδάφους.
[λόγ. < ελνστ. γεώδης]