Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεύσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γεύσις η· γέψη.
  • 1) Γεύση:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 217).
  • 2) (Μεταφ.) δοκιμή, εμπειρία:
    • εγώ αυτήν παραχωρώ ίνα καβαλικεύσει και αν ένι η γεύσις έμνοστος, πάλι να δευτερώσει (Διγ. Esc. 1553· Γλυκά, Στ. 466).

[αρχ. ουσ. γεύσις. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες